τσαλί

τσαλί
το, Ν
1. φρύγανο
2. είδος αγκαθωτού θάμνου
3. (διαλ. τ.) αγκάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cali].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσαλί — το (λ. τουρκ.), φρύγανο, ξερός θάμνος, κλαδάκια για προσάναμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαλαπίδι — το, Ν κοινή ονομασία είδους τού φυτού ευφόρβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαλί «θάμνος, φρύγανο» + απίδι] …   Dictionary of Greek

  • τσαλαπετεινός — (upupa epops). Πτηνό της οικογένειας των εποπιδών, της τάξης των κορακόμορφων. Έχει μήκος περίπου 30 εκ., από τα οποία το ένα τρίτο καταλαμβάνει η ουρά και 5 6 εκ. το ράμφος. Το καλοκαίρι ζει σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και σε εύκρατες περιοχές της… …   Dictionary of Greek

  • τσαλόσκουπα — η, Ν σκούπα κατασκευασμένη από κλαδιά θαμνώδους φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαλί «φρύγανο, θάμνος» + σκούπα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”